Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

ΤΟ ΚΡΑΣΑΚΙ ΤΟΥ ΤΣΟΥ



Το τραγούδι είναι αυθεντικά ιαπωνικό...

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

K 75





Είναι η εποχή της αβεβαιότητας όπου όλα είναι μπερδεμένα και η αμφιβολία κυριαρχεί. Οι λεπτομέρειες εξαφανίζονται. Μια επιθυμία τον κυριεύει, ας ήταν να φύγει μακριά σε μιαν έρημο χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς μήκος και πλάτος, όπου τα μαλλιά του θα αδυνάτιζαν και το κορμί του θα αποσυντίθετο… Ίσως τότε να μάθαινε τι του έλειπε, τι τον είχε εγκαταλείψει, τι του έκρυψαν τα σύννεφα και τι καλύφθηκε απ’ την ομίχλη. Όπως τότε, με την Κ 75.

Πώς φεύγει η ζωή του, πώς λειώνει το πάθος του σ’ έναν ανέλπιδο κι ανέξοδο έρωτα; Το μόνο που τον έτρεφε ήταν η γνώση πως εκείνη βρισκόταν σ’ ένα σπίτι όπου αυτός δεν έμπαινε πια ποτέ - ωστόσο ευχόταν να την έβλεπε.

Ο ήλιος ανατέλλει απ’ την Ανατολή και βασιλεύει στην Δύση. Πόσο απέχει ο πρώτος ουρανός απ’ τον δεύτερο κι αυτός απ’ τον τρίτο; Η απόσταση μετριέται με τον χώρο ή με τον χρόνο; Πόσο μπερδεύει η φράση «ένα τσιγάρο δρόμος»… Πόσο μακριά είναι τ’ αστέρια απ’ την Γη; Με τι θεόρατες αλυσίδες είναι δεμένα ώστε να μην πέφτουν; Και τ’ άλλα αστέρια, τα πεφταστέρια του Αυγούστου να’ ναι άραγε μοχθηρές ψυχές, που εκδιώχθηκαν απ’ την Παράδεισο; Παραμένουν για μια στιγμή στο σκοτάδι και μετά χάνονται, δεν φτάνουν στην Γη και δεν μένουν στον Ουρανό, πού πάνε λοιπόν; Ακόμη κι οι πύρινες ουρές που σέρνουν πίσω τους εξαφανίζονται σαν κακό όνειρο. Πώς κι οι θάλασσες δεν πλημμυρίζουν την στεριά; Όταν γεννήθηκε, γνώριζε αυτό που ήταν γραμμένο στην πλάκα την φυλαγμένη για κείνον, εκεί που φαινόταν τα μελλούμενα, στην Ειμαρμένη των παλιών κατοίκων τούτης της χώρας;

Χρόνια πριν ήταν μια άγραφη σελίδα. Λευκή. Μελάνη δεν είχε γράψει πάνω της, ούτε μύτη μολυβιού. Τώρα ο κόσμος του γέμισε πάλι από γράμματα, θαυμαστικά κι ερωτηματικά. Χίλιες και μια καυτές κι αιχμηρές ερωτήσεις χωρίς την σωστή εσωτερική καθοδήγηση για να τις χωνέψει και να τις απαντήσεις. Έγινε μια ερώτηση ο κόσμος όλος χωρίς αρχή και τέλος που παραμένει αιώνια σ’ ένα πολυκαιρισμένο χειρόγραφο, σχισμένο, φαγωμένες στις άκρες και με γράμματα που έχουν πια μισοσβηστεί..


Σκέφτεται το πέρασμα της Γεδρωσίας εκεί που ο μισός στρατός του Μεγαλέξανδρου είχε αφήσει τα κόκαλα του νικημένος από την μελαγχολία της περιοχής. Αυτός το έκανε σ’ ένα ατέλειωτο απόγευμα. Η στιγμή της δύσης του ήλιου αποτυπώνει τον θάνατο. Η θλίψη αναβλύζει, μάταια η ψυχή ποθεί την γαλήνη. Το φως που φθίνει προσθέτει κι άλλα εκατό χρόνια στην ζωή του ανθρώπου κι όποιος είναι ανέστιος και φερέοικος κι ανέλπιδος νοιώθει ακόμη πιο μόνος. Τα μακρινά τοπία μοιάζουν να έχουν σβηστεί απ’ τον χώρο και τον χρόνο. Οι πιλότοι δεν κατευθύνουν πια με ασφάλεια τα πλοία στα λιμάνια.

Πέρασαν κοντά χρόνοι δέκα. Κι η Κ 75 έχοντας τότε συντελέσει στην κάθαρση, πέρασε σ’ άλλα χέρια.