Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

ΑΠΟΚΡΙΑ

Και κολλάει ο νους μου στις Αποκριές, γιορτές «παγανιστικές», με κέφι ξετσίπωτο που, αλήθεια, έχω να θυμηθώ σπουδαία πράγματα. Και δεν μιλώ για την αλλοίωση με χορούς, «άρματα» με τα «σατιρικά δρώμενα» ούτε την Πάτρα, ούτε άλλο τόσο η Βραζιλία με τα κορδόνια χαμένα στα κωλομέρια των Βραζιλιάνων, όλο και πιο βαθιά κάθε χρόνο, κάτω απ' τη ζαλιστική σάμπα και την έξαψη.
Εδώ στα νότια όλα αυτά ξεχάστηκαν. «Όλα αυτά τα δικά μας, των βορείων εποίκων της Αθήνας με τις άτσαλες εποχές. Μπορείς και γι' αυτό να νιώθω τις Αποκριές παράταιρες κάτω απ' τους τουριστικούς ουρανούς της πρωτεύουσας. Αλλά και οι αναμνήσεις της καρναβαλικής παιδικής ζωής μικρές και μίζερες, μονάχα πλούσιες σε πενικιλίνες λόγω αμυγδαλών, που, λες και το 'καναν επίτηδες, φούντωναν τέτοια εποχή μες στο λαιμό ασπρίζοντάς τον με πύον επώδυνο. Πυρετούς και ψευδομασκαράδες θυμάμαι.
Παραδοσιακές Αποκριές στην Κεντρική Ελλάδα. Τσιγγάνες, κατσιβέλες, πιερότους και μαρκησίες ή γκέισες, ο Θεός να φυλάει.
Προσκοπίνες να οργανώνουν «μπαλ ντ' ανφάν» νωρίς τα απογεύματα και την αφεντιά μου να μοσχοβολά ναφθαλίνη, με τα καουμπόικα βγαλμένα από το μπαούλο μια νύχτα πριν.
Και να μη μου κολλά ο ύπνος απ' τη χαρά της αναμονής που θα μ' έσουρναν στο «μπαλ ντ' ανφάν» ως κακορίζικο «καουμπόι» να διασκεδάσω, να ιδρώσω και να ψηθώ ατάκα -το ίδιο κιόλας βράδυ του χορού- στον πυρετό λόγω ευαίσθητων «λαιμών».
Τα μεγέθη της Αποκριάς στα τέλη της δεκαετίας του '50. Και να με πιάνει μια λύπη που απουσίαζα απ' τα άδυτα μιας γιορτής αθεράπευτα κεφάτης και πρόστυχης. Η προστυχιά που σήμερα δικαιολογείται με όρους όπως «ερωτική», «παγανιστική», κ.λπ. αφορούσε την αθυροστομία κάποιων στίχων που, όπως έλεγαν, προέρχονταν από χρόνια χαμένα σε μια ενδιαφέρουσα βυζαντινή ασέβεια. Ήταν τότε που άνοιγα τα αυτιά μου κατακόκκινα σαν παντζάρια απ' τον πυρετό που, αντίθετα με άλλους, εμένα με γέμιζε ενέργεια και λαχτάρα για γέλιο. Πρόστυχα λόγια δεν άκουσα ποτέ από τους δικούς μου. Ούτε υπονοούμενα, ούτε αποσιωπητικά νεύματα και πονηρούς ξερόβηχες. Την παρδαλή -θεμιτή- αμαρτία μάς την έφερναν οι γείτονες, συνήθως. Και μάλιστα γείτονες με τους οποίους δεν είχαμε και τόσο στενές σχέσεις.
Όμως η Αποκριά ισοπέδωνε τα ταξικά μας κρατήματα και μπάζαμε εύκολα στο σπίτι μας παρέες μασκαράδων που έρχονταν για το καλό της χρονιάς, ντυμένοι ευφάνταστα με ό,τι πιο παράταιρο βρισκόταν στις ντουλάπες τους. Το σενάριο σχεδόν μονίμως σεξουαλικό, που ο επαρχιωτισμός μας το μετέφραζε αυτομάτως σε «αξιαγάπητη προστυχιά».
Και κακαρίζαμε μ' εκείνα τα «σόκιν» αποφθέγματα, που τα στόματα πασαλειμμένα άλικα κραγιόν ξερνούσαν απανωτά.
Με θυμάμαι να εγκαταλείπω τα σεντόνια της αρρώστιας, που μύριζαν πορτοκαλάδα και οινόπνευμα, και να τρέχω στο δωμάτιο που ήταν μαζεμένοι οι αρχιερείς των πρόστυχων ποιημάτων, εκεί που οι δικοί μου δάγκαναν τα χείλη, δήθεν σεμνότυφα, ρουφώντας τις διονυσιακές ρίμες, όλες τάχα μου χτισμένες απ' τα πολύ παλιά χρόνια. Πολλοί τέτοιοι στίχοι ακούστηκαν στο σπίτι μας.
Τι να πρωτοπρολάβω να περισώσω, που είχα καπάκι και την αρρώστια; Αργότερα ρωτούσα και επέμενα να επαναλάβουν όλα εκείνα τα εξαίσια χυδαία, αλλά καμώνονταν πως τα πήρε ο άνεμος, όπως και τις ψυχές των αμαρτωλών ερμηνευτών τους.
Ακολούθησαν τόσοι και τόσοι θάνατοι που μαυρίζει ακόμη η ψυχή μου, ΟΜΩΣ μου ξέμεινε τουλάχιστον μια στροφή-διαστροφή, που ξεχείλιζε, αν μη τι άλλο, απ' τη φρεσκάδα της τόλμης της για κείνες τις εποχές.
Και χρειάστηκε να περάσει απίστευτα πολύς καιρός για να κατανοήσω τους ερωτικούς -συχνά ύπουλους- μηχανισμούς της σεμνότητας. Τα λόγια έλεγαν λοιπόν:

«Όποιος βρει κωλοτρυπίδα
κι αρνηθεί να τη γαμήσει
μια ζωή καταραμένος
θα 'ν' σε Ανατολή και Δύση».

Θεός σχωρέσ' τους όλους... όσοι γελούσαν και φώναζαν εν χορώ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ... παιδιά».

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Εποχή (κατά τους σοφιστές)


Πού πας καραβάκι με τέτοιο καιρό!
σε μάχεται η θάλασσα, δεν τη φοβάσαι;
Ανέμοι σφυρίζουν και πέφτει νερό...
που πας καραβάκι με τέτοιο καιρό!