Τρίτη 31 Ιουλίου 2007




Ο χαλβάς και άλλες ιστορίες…


Έτσι κουλουβάχατα… Από την πρώτη παράγραφο, από την πρώτη πρόταση της πρώτης παραγράφου, είναι ήδη εκεί, άγιος, ισχυρός, αθάνατος. Δεν έχει παρελθόν για να κάνει φλας μπακ. Αρχή, μέση, τέλος, μ' αυτή τη σειρά. Και το τέλος ανοιχτό, αλλά χάπι.
Από την πρώτη παράγραφο, από κτίσεως κόσμου, όσοι καβάλησαν το καλάμι κατακρημνίσθηκαν. Συμπεριλαμβανομένων και των δέντρων. Την τρίτη ημέρα έφτιαξε τα δέντρα, τα εξωγήινα του Παραδείσου και τα απλά. Δεν τα έφτιαξε, τα φώναξε με τ' όνομά τους. Κι αυτά παρουσιάστηκαν. Πρώτα φώναξε τους Κέδρους του Λιβάνου. Δεν διευκρινίζεται κατά πόσο οι Κέδροι ήταν δέντρο του Παραδείσου ή απλό. Πάντως, με το που βγήκαν απ' τη γη - και βγήκαν θεριεμένοι, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση - βλασφήμησαν. Περήφανοι που τους φώναξε πρώτους και καλύτερους, θεώρησαν ότι είναι η περιούσια βλάστηση. Τότε ο Θεός είπε κατά λέξη: «Μισώ την αλαζονεία και την υπερηφάνεια, γιατί μόνο εγώ έχω εξυψωθεί κι άλλος κανείς». Και την ίδια μέρα φώναξε το τσεκούρι.
Το τραπέζι είναι μπροστά στο παράθυρο. Μεγάλο τραπέζι, μήκος ένα κι ογδόντα, πλάτος εβδομήντα πέντε εκατοστά. Πρώτα το παρήγγειλα και μετά θυμήθηκα ότι έχω ύψος ένα κι ογδόντα, σύμφωνα με την ταυτότητά μου και το καινούργιο μου διαβατήριο. Κατά μήκος χωράω ακριβώς. Κατά πλάτος περισσεύει το τραπέζι. Ούτε κατά διάνοια να το δοκιμάσω, το τραπέζι είναι γεμάτο χαρτιά. Έχω και τρία λεξικά. Τ' ανοίγω και τα τρία, για να περνάει η ώρα. Προηγουμένως είδα μια ωραία λέξη. Πίφερο. Πριν κοιτάξω τη σημασία, σκέφτηκα έναν ορισμό με τον τρόπο που σκέφτεται κανείς μια ευχή. Πέφτει το κέρμα στο νερό, κι η ευχή έχει μείνει μισή. Τα πασαλείβω στις σκέψεις. Γι' αυτό δεν βγαίνουν οι ευχές. Το πίφερο είχε κάτι από εύθραυστη γκοφρέτα σοκολάτας. Σαν πουράκι Παπαδοπούλου. Απ' αυτά που μου έπαιρναν στη γιορτή μου για να κεράσω την τάξη. Αργότερα έψαξα τον ορισμό στο λεξικό. Πίφερο: ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο, μικρός πλαγίαυλος. Τη σοκολάτα την έχω κόψει. Την είχα ξαναρχίσει όταν έκοψα (μια μικρή περίοδο) το κάπνισμα. Τώρα τρέχω στην κουζίνα και τρώω χαλβά. Μακεδονικό, με τη διαφορά ότι αυτός εδώ είναι εισαγόμενος. Απ' το Λίβανο. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τρώω χαλβά κι αναμασάω μια ιστορία με χαλβά (σιμιγδαλένιο). Εγώ είπα κάποτε να βοηθήσω την σύντροφο μου και να φτιάξω χαλβά σιμιγδαλένιο.
Παρένθεση εδώ. Μόλις τώρα πήγα να τσεκάρω το σιμιγδαλένιος, γιατί στα καλά του καθουμένου σου πετάει μια παραφυάδα και το πρώτο γιώτα γίνεται ήτα. Κι έπεσα στο λήμμα σηψαιμία. Σημαίνει τίποτα αυτό; Γιατί έτσι και λάβεις υπόψη σου τους Καββαλιστές, πολλά μπορεί να σημαίνει. Κλείνω την παρένθεση.
Είπα να φτιάξω χαλβά, όχι γιατί μου φάνηκε πιο εύκολο. Καταρχήν δεν είχα ξαναφτιάξει, αλλά αυτό μου συμβαίνει μονίμως. Αντί να πω ας κάνω κάτι που το ξέρω καλά, μονίμως λέω ας κάνω μια καινούργια αρχή. Άδειος καμβάς, λευκή σελίδα, καινούργιο αρχείο στον υπολογιστή, καινούργια πόλη, καινούργια χώρα. Αυτή τη φορά θα 'ναι αλλιώς, αυτή τη φορά όλα θα πάνε καλά, ως δια μαγείας. Ή πάλι σαν να είμαι στο σχολείο, και μας δίνουν θέματα για κάποια εργασία. Διαφορετικό στον καθένα, κι εμένα μου δίνουν το τελευταίο. Κι αντί να πω γαμώτο, μου δώσανε αυτό που έμεινε στο τέλος, γιατί προφανώς δεν το 'θελε κανένας άλλος, και πώς θα γίνει τώρα να το υπενθυμίσω στη δασκάλα, όταν θα 'ναι να μπουν οι βαθμοί, λέω δεν πειράζει, καλύτερα έτσι, πήρα το δυσκολότερο θέμα, αλλά θα κάνω την καλύτερη εργασία και θ' αποδειχθώ καλύτερος απ' όλους. Και το χειρότερο, στην αρχή το πιστεύω κιόλας. Και να, τ' αγγούρια μετά.

ΥΓ. Το τραγικό, πάντως, της όλης ιστορίας είναι ότι αυτοί οι ανεγκέφαλοι, που προκαλούν με κάθε τρόπο, θεωρούν ότι είναι πανέξυπνοι. Κι αυτό τους κάνει ακόμη πιο επικίνδυνους. Διότι δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο από έναν βλάκα που νομίζει ότι είναι έξυπνος. Αλλά συνεχώς το ξεχνάω. Τι; Πως η βλακεία είναι αήττητη…

Κυριακή 29 Ιουλίου 2007


ΔΕ ΛΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΑ
(τραγούδι - Σωτηρία Μπέλλου)

Δε λες κουβέντα
κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα
Κι ακούω μόνο συνθήματα μεταλλικά
των μικροφώνων

Ξέρω τ' όνομά σου την εικόνα σου
και πάλι από την αρχή
Ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας
μια αλλιώτικη ζωή

Περνάν οι νύχτες
τα δευτερόλεπτα βαριά στους λεπτοδείκτες
Ζητώντας κάτι
που να μη γίνεται ουρλιαχτό κι οφθαλμαπάτη

Ξέρω τ' όνομά σου την εικόνα σου
και πάλι από την αρχή
Ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας
μια αλλιώτικη ζωή

Στων χιλιομέτρων
την ερημιά και στη σιωπή των χρονομέτρων
Ακούγονται τώρα
σειρήνες μεταγωγικά κι ασθενοφόρα
Ξέρω τ' όνομά σου την εικόνα σου
και πάλι από την αρχή
Ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας
μια αλλιώτικη ζωή

Δε λες κουβέντα
κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα....

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2007


ΑΠΟΡΙΕΣ ΙΙΙ

(συνέχεια…)

Τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου (1610), ο Γαλιλαίος έστειλε στον Τζουλιάνο των Μεδίκων άλλο ένα ανάγραμμα. Αυτήν την φορά, επρόκειτο για μια φράση, που, όμως, δεν έβγαζε κανένα νόημα:

Haec immatura a me iam frustrra legunturoy

Ένα μήνα αργότερα, ο Γαλιλαίος αποκάλυψε στον πρεσβευτή την λύση του αναγράμματος:

CYNTHIAE FIGURAS AEMULATUR MATER AMORUM
(Η μητέρα του έρωτα ζηλώνει τις μορφές της Κύνθιας)

Mater amorum ήταν φυσικά η Αφροδίτη και Κύνθια, η Σελήνη. Ο Γαλιλαίος είχε ανακαλύψει πως ο δεύτερος πλανήτης περνούσε κάποιες κυκλικές φάσεις, παρόμοιες με τις σεληνιακές - αυτό συνιστούσε επίσης μιαν περαιτέρω απόδειξη του ότι περιστρεφόταν γύρω από τον ΄Ηλιο.

Και πάλι ο Kepler βάλθηκε να αποκρυπτογραφήσει το ανάγραμμα και για μινα άλλη φορά έφτασε σε διαφορετική λύση:

MACULA RUFA IN IOVE EST GYRATUR MATHEM ECC
(Στον Δία υπάρχει μια ερυθρά κηλίδα, που περιστρέφεται μαθηματικά)

Και πάλι η «ψευδής» λύση του Kepler απεδέιχθη αληθής. Πράγματι, στον Διά υπάρχει μια μεγάλη ερυθρά κηλίδα, που περιστρέφεται κανονικά, «μαθηματικά» και που δεν έμελλε να αποκαλυφθεί παρά μόνον το 1885, δηλαδή σχεδόν μετά τρεις αιώνες, όταν τελειοποιήθηκε το κατοπτρικό τηλεσκόπιο του Νεύτωνα.

Πώς εξηγείται αυτή η διπλή σύμπτωση;
Η πιθανότητα του ότι ένα ανάγραμμα τριάντα και πλέον γραμμάτων επιδέχεται από καθαρή τύχη και δεύτερη νοηματική αναδιάταξη και πως αυτό το «παρείσακτο» νόημα αντιστοιχεί σ΄ ένα πραγματικό γεγονός που είναι άγνωστο κατά την στιγμή της σύνταξης και της αποκρυπτογράφησης του μηνύματος, είναι τόσο μικρή, ώστε να μας κάνει να σκεφτόμαστε μιαν απόκρυφη εξήγηση. Το δε γεγονός πως τούτο συνέβη δύο φορές διαδοχικά, αγγίζει το θαύμα.

Λοιπόν;

Τρίτη 24 Ιουλίου 2007


ΑΠΟΡΙΕΣ ΙΙ


Το δέος είναι ο,τι καλύτερο διαθέτει ο άνθρωπος.
Όσο κι αν οι αισθήσεις του εξοικειωθούν
με τον κόσμο,
πάντα το αχανές θα τον συγκινεί βαθειά.
J.W. von Goethe


Τον Αύγουστο του 1610, ο Γαλιλαίος έστειλε ένα μυστικό μήνυμα στον φίλο του Τζουλιάνο των Μεδίκων στην Πράγα. Το κείμενο, μια ακατανόητη ακολουθία γραμμάτων του λατινικού αλφαβήτου (αν και από το 13ο έως και το 17ο διαβάζεται η λέξη ΡΟΕΤΑ) αναγραμματισμός της φράσης με την οποία ανήγγειλε την τελευταία αστρονομική του ανακάλυψη, ήταν το εξής:

SMAISMRMILMEPOETALEUMIBUNENUGTTAURIAS

Με αυτό το τέχνασμα διασφάλισε ο Γαλιλαίος την πατρότητα της ανακάλυψής του χωρίς να την αποκαλύπτει ανοικτά, όπως έκανε μερικούς μήνες αργότερα. Το κρυφό νόημα του μηνύματός του ήταν

ALTISSIMUM PLANETAM TERGEMINUM OBSERVAVI
(Παρατήρησα τον υψηλότερο τρισχιδή πλανήτη)

Αυτός ο «υψηλότερος πλανήτης» ήταν ο Κρόνος (ο Ουρανός, ο Ποσειδώνας και ο Πλούτων έμελλε να ανακαλυφθούν) και ο Γαλιλαίος, εξαιτίας της ανεπαρκούς ισχύος του τηλεσκοπίου του, είχε εκλάβει τις άκρες του δακτυλίου του ως δύο δορυφόρους.

Εν τω μεταξύ, ο Kepler αποκρυπτογράφησε το ανάγραμμα και είχε καταλήξει σε μια λύση, που ο ίδιος την χαρακτήρισε σαν βάρβαρο λατινικό στίχο:

SALVE UMBISINEUM GEMINATUM MARTIA PROLES
(Χαίρετε, μαινόμενοι δίδυμοι, βλαστάρια του Άρη)

Κι έτσι έφτασε στο συμπέρασμα πως ο Γαλιλαίος είχε ανακαλύψει δύο δορυφόρους του Άρη.

Το καταπληκτικό στην υπόθεση είναι πως, όπως γνωρίζουμε σήμερα, ο Άρης διαθέτει δύο μικρά φεγγάρια, πού όμως, ούτε ο Γαλιλαίος ούτε και ο Kepler θα μπορούσαν να υποπτευτούν τη ύπαρξή τους, αφού δεν διέθεταν καταλλήλως ισχυρά τηλεσκόπια.

Πώς εξηγείται αυτή, η περίεργη σύμπτωση;
(συνεχίζεται…)

Κυριακή 22 Ιουλίου 2007




Δε με νοιάζει με ποιον ακούς απόψε αυτό το τραγούδι
δε με νοιάζει με ποιον ακούς απόψε αυτό το τραγούδι
σου άξιζε μια καλύτερη αγκαλιά
σου άξιζε μια καλύτερη αγκαλιά
δε με νοιάζει με ποιον ακούς απόψε αυτό το τραγούδι
Γράψε μόνο ένα γράμμα που ποτέ δε θα διαβάσω
γύρω μας βουίζει πυρκαγιά γράψε μόνο μια δυο λέξεις
για ανθρώπους και για τόπους που εμείς ποτέ μαζί δε θα δούμε
Δε μ' ακούει κανένας απόψε και τίποτα δε με βοηθάει
η κιθάρα μου έχει θυμώσει απόψε και δεν μου μιλάει
πατάω σε σπασμένα γυαλιά πατάω σε σπασμένα γυαλιά
δε με νοιάζει με ποιον ακούς απόψε αυτό το τραγούδι
Γράψε μόνο ένα γράμμα που ποτέ δε θα διαβάσω
γύρω μας βουίζει πυρκαγιά γράψε μόνο μια δυο λέξεις
για ανθρώπους και για τόπους που εμείς ποτέ μαζί δεν θα δούμε

Μουσική: Goran Bregovic
Στίχοι: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2007


ΑΠΟΡΙΕΣ
Είναι ο άνθρωπος δέσμιος της γλώσσας; Γιατί τα αναγράμματα με τα οποία ο Γαλιλαίος έκρυβε τις αποκαλύψεις του, επιδέχονταν και δεύτερη ερμηνεία; Και πώς εξηγείται πως αυτή η ερμηνεία αποκάλυπτε σημαντικά αστρονομικά ευρήματα τρεις αιώνες πριν; Είναι, άραγε, μόνον τρία πρόσωπα, που απαρτίζουν την αγία Τριάδα;

Αυτά και άλλα πολλά προβλήματα με ταλανίζουν τώρα, που διαβάζω περί των υπερπερασμένων αριθμών κατά Κάντορ.

Ίσως το κλειδί μπορεί και να βρίσκεται σε κάποιον πίνακα, ας πούμε του Ρούμπενς ή του Πίκο ντε λα Μιράντολα (ο Πουσσέν δεν παίζει).

Όμως, αν η τέχνη είναι η απάντηση, ποια είναι η ερώτηση;

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2007




Στο πεπρωμένο σου να δίνεις σημασία
και να προσέχεις πως βαδίζεις στη ζωή
όταν κοιμάσαι άλλος γράφει ιστορία
και κάποιος παίζει τη δική σου την ψυχή
Όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο
και κανένας δεν μπορεί να τ' αποφύγει
δεν υπάρχει θεωρία ούτε τρένα ούτε πλοία
κι ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί
από παιδί στον ύπνο μου έβλεπα φωτιές
Για την αγάπη όσα κι αν δίνεις είναι λίγα
και να το ξέρεις πως δεν έχει ανταμοιβή
δώστα και φύγε και μη χάνεις ευκαιρία
στο περιθώριο μη βάζεις την ψυχή
Όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο
και κανένας δεν μπορεί να τ' αποφύγει
δεν υπάρχει θεωρία ούτε τρένα ούτε πλοία
κι ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί
από παιδί στον ύπνο μου έβλεπα φωτιές
Forrest Gump: I don't know if we each have a destiny, or if we're all just floatin' around accidental-like on a breeze. But I, I think maybe it's both, maybe both happening at the same time.

Τρίτη 17 Ιουλίου 2007

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ


Περιπλανήθηκα αυτές τις μέρες ολίγον στο άγονο τοπίο των αθηναϊκών δρόμων, ολίγον στο (ωραίο;) τοπίο των ανθρώπων, κι ολίγον στους πηγαινέλα παρασάγγες της νοικοκυράς που μετράει τα ανύσματα της ημέρας της με την τιμή που έχουν τα κολοκυθάκια. Έπηξα στη νομενκλατούρα τής απέναντι όχθης. Σιχαμένη, λαμπερή κι αδιάφορη, γλεντάει μονίμως στον Παλατίνο της -όσο γερνάω τόσο θέλω να της γκαρίζω απ' απέναντι για ισότητα, ισονομία, ισηγορία...

Για γράψε σήμερα για «αρετή», γραφιά μου! Λέξη που οι φονιάδες των λέξεων την τακτοποίησαν καταλλήλως· της κρέμασαν κουδούνια να γυρίζει σαν την τρελή του χωριού, συγκινώντας μόνον τα παιδιά και τους οικτίρμονες. Ακόμα και οι παλιοί επαναστάτες την αποφεύγουν. Τους έκαμψε ο καγχασμός των πονηρών και των άμυαλων…για γράψε ότι η πολιτική (πρέπει να) είναι ηθική! Για γράψε ότι οι σοφιστές «συνέδεαν την αρετή με την πολιτική τέχνη»!

Έχασες! ο πολύς κόσμος πιστεύει ότι οι σοφιστές δεν ήταν σοφοί, αλλά στρεψίες. Πλην όμως το θέμα δεν είναι τι ήταν οι σοφιστές - ούτε αν η πολιτική ηθική μπορεί να είναι ζητούμενο στις άγριες ταξικές μας μέρες. Το θέμα είναι ότι σήμερα, ούτε η αστική ορολογία περί του τρόπου άσκησης και των στόχων της πολιτικής μπορούν να αντέξουν το αποχαλινωμένο μετα-μοντερνικό χάχανο που προκαλούν όταν εκφέρονται.

Γράψε εσύ ότι το ανήθικο δεν είναι απλώς ηθικής τάξης ζήτημα, αλλά εν τέλει πολιτικώς ασύμφορο για τον λαό, μάλιστα επικίνδυνο, διότι οδηγεί ασφαλώς στην τυραννία, στην εξουσία των Εταιρειών, στις αδύναμες «εκσυγχρονισμένες» κυβερνήσεις, στους ραγιάδες των Δυνατών...

Γράφε τέτοια και πας για γραφικός -το παν σήμερα είναι να 'σαι ρεαλιστής- άσχετο αν πραγματικός ρεαλιστής είναι όποιος ψάχνεται περί το αναγκαίον -είπαμε όμως: η έκπτωση και η διαστροφή των λέξεων και των εννοιών είναι σήμερα (στην εποχή της μαζικής επικοινωνίας) η καλύτερη Βάφεν Ες-Ες-δύναμη για την υπονόμευση του σθένους των πολιτών.
Αμα του ξεφτιλίσεις του άλλου τη ζωή του στα μάτια του, τον έχεις στο χέρι! Καθημερινώς μας ξεφτιλίζουν τη ζωή, την αρετή και τον αυτοσεβασμό, ακάματοι κηφήνες, ήγουν διεφθαρμένοι πολιτικοί που θέλουν να συνηθίσουμε τη διαφθορά τους, κυνικοί δημοσιογράφοι που θέλουν να εκλάβουμε τον κυνισμό τους για εξυπνάδα, ραγιάδες και γραικύλοι που δηλώνουν μονόδρομος της ιστορίας...
Ας κερδίζουν! Δεν νικούν!

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2007


Ανώνυμος ή αναγνωρίσιμος;

Πιστεύω ότι το σημαντικότερο είναι η ζωή μας εκτός σκηνής.
Όπως και στους ηθοποιούς: Το πρόβλημα πώς υπάρχουν στη σκηνή, εν πολλοίς είναι το πρόβλημα πώς υπάρχουν εκτός σκηνής. Το συνεχές και το αδιαίρετο. Δηλαδή, στη καθημερινή ζωή είμαστε ηθοποιοί και παίζουμε και στη σκηνή μπορούμε να αληθεύουμε.

Στην εποχή μας διδάσκεται πώς να είναι αναγνωρίσιμος ο τις.

Υπάρχει μια αξία που είναι η ίδια η αναγνωρισιμότητα. Αναγνωρισιμότητα ως τι; Ως οτιδήποτε;

Βέβαια η δική μου εκδίκηση είναι να γίνω δημιουργικά ανώνυμος. Να αντιπαλέψω το δεδομένο πειρασμό της "επωνυμίας".

Πρέπει το έργο της ζωής να αντιδικεί με τις συνθήκες παραγωγής του.

«…Αυτό το πρόσωπο, για να δείξει, θέλει κορνίζα αιμάτινη…» (Κική Δημουλά)
------------
Στην "Ανώνυμη" που κατά καιρούς μαγαρίζει και αναιτιολόγητα βυσσοδομεί και σε τούτο μου το μπλογκ - αφιερωμένο στρέφοντας (με δυσκολία) και την άλλη παρειά. Με την υπενθύμιση πως "εδώ είναι Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε" (του Εγγονόπουλου κι όχι του Σαββόπουλου, όπως κοινώς νομίζεται)

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2007


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΚΑΛΥΠΤΟΥ




Στην αρχή νόμισα πως πρόκειται για τίποτα μουσαφίρηδες από την επαρχία σε κάποιο μπαλκόνι στον ακάλυπτο. Τρώγανε και πίνανε με θόρυβο και παρ' όλο που ήταν καταμεσήμερο δεν βγήκα να διαμαρτυρηθώ. Εντάξει, είπα, θ' αντάμωσαν μετά από καιρό οι άνθρωποι και θα το γλεντάνε. Θα φάνε, θα ξαναφάνε, θα πούνε, θα ξαναπούνε, θα σκάσουν από τα γέλια και κάποτε θα φύγουν.
Βράδιασε όμως, νύχτωσε και δεν έλεγαν να το κουνήσουν. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια, τις ίδιες ώρες. Τότε βγήκα στο δικό μου μπαλκόνι και φώναξα, αλλά κανείς δεν μου απάντησε. Ακολουθώντας τις φωνές ανακάλυψα την πηγή τους. Και τρόμαξα στ' αλήθεια. Όλος αυτός ο θόρυβος, όλη αυτή η φασαρία ερχόταν από το διπλανό μου διαμέρισμα, που όλ' αυτά τα χρόνια ήταν ακατοίκητο.
Ο θυρωρός μου είπε ότι νοικιάστηκε σε δύο φοιτήτριες. Για μένα ήταν σαν να νοικιάστηκε σε όλο το Πανεπιστήμιο. Ξαφνικά, από τη μία στιγμή στην άλλη, το ωραίο μου, ήσυχο σπίτι, έγινε άσχημο και αφόρητο. Παρέμενα όλη τη μέρα στους δρόμους από το φόβο, πως έτσι και βρεθώ μέσα του, θα πρέπει ν' αντιμετωπίσω όλους αυτούς τους άγνωστους καταπατητές. Τη μισή νύχτα την περνούσα στο μπαλκόνι μου φωνάζοντας, στην αρχή παρακαλώντας, μετά βρίζοντας.
Ρώτησα τον φίλο μου τον Βασίλη που κάνει δωρεάν παρτούζες όταν του το ζητήσουν, που εκτός από υποχρεωτικός ερωτιάρης, τυχαίνει να δίνει και καλές συμβουλές, τι να κάνω. (Ο Βασίλης πριν λίγο καιρό είχε περάσει την ίδια κατάσταση μ' ένα πιάνο, που έπαιζε συνέχεια και φάλτσα. Τους πλησίασε, πρόσεφερε τις¨"υπηρεσίες" του, η γυναίκα του έλειπε στο χωριό της και έγιναν στην συνέχεια και φίλοι, περνούσαν τις γιορτές οικογενειακά - για την παρτούζα, ούτε λέξη βέβαια). Είχα ζήσει πάνω από μισό αιώνα και κατάφερα, όχι μόνο να μην μπω φυλακή, αλλά ούτε σε δικαστήριο. Δεν είχα σκοπό να μπω τώρα. Πιο καλά ν' αλλάξω σπίτι, του είπα. Ο Βασίλης αναστέναξε.
-Ξέρεις, στην αρχαία Αθήνα, όταν πουλούσαν ένα σπίτι, μέσα στα προτερήματά του ανέφεραν και τους καλούς γείτονες.
-Ε, θα το βάλω και εγώ στην αγγελία. Θα λέω πως είμαι καλός γείτονας και καλός ενοικιαστής.
-Γράψε και φιλόζωος, ίσως και μουγκός, γέλασε. Ποτέ δεν ξέρεις.
Μια νύχτα που διαλαλούσα από το μπαλκόνι μου πως κοιμάμαι, ακούστηκε από δίπλα ένα βροντερό «χέστηκα». Ο χέστης δεν εμφανίστηκε και με το δίκιο του, ένας άνθρωπος σ' αυτή την κατάσταση δεν είναι για να παρουσιάζεται.
Πληρώνοντας το νοίκι του μήνα είπα στην ιδιοκτήτρια, ότι ψάχνω για σπίτι. Της εξήγησα και τους λόγους. Σε δύο μέρες μου χτύπησε την πόρτα.
-Κοίτα, είπα στους γείτονές σου, ότι κι εμείς μπορούμε να χέζουμε, όχι μόνο εσείς και μου είπαν, ότι κι εκείνες νοιάζονται για την καλή συγκατοίκηση. Μου είπαν μάλιστα, πως θέλουνε να σου φέρουν μια μηλόπιτα, αλλά ντρέπονται.
Πέρασαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες μέσα σε ησυχία και γαλήνη και ευχαριστώντας τες, πήγα και ακούμπησα έξω από την πόρτα τους τα «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης» ευχόμενος καλά μερόνυχτα πλέον. Την άλλη μέρα μου έφεραν τη μηλόπιτα.
Ξανάγιναν όλα καλά κι ωραία -περισσότερο κι από πριν.
Τώρα μένει να μονοιάσει ο φίλος μου ο Βασίλης, με τη γυναίκα του, που αυτό τον καιρό κοιμάται ο ένας στον πάνω όροφο κι ο άλλος στον κάτω γιατί αυτή πληροφορήθηκε τις επιδόσεις του.
Μένει να μονοιάσει ο ένας παπάς με τον άλλο, ο ένας πολιτικός με τον άλλο, ο ένας ποδοσφαιρόφιλος με τον άλλο, ο ένας κριτικός με τον άλλο, το ένα χωράφι με το άλλο, ο ένας τοίχος με τον άλλο. Μένει να φιλιώσουν οι οδηγοί μεταξύ τους και με τους πεζούς. Η εκκλησία με την πολιτεία. Το δεξί χέρι με το ζερβό.
Ίσως έτσι έρθει κάποτε και η πολυπόθητη μέρα, που θα φιλιώσει η μια χώρα με την άλλη και να βρούνε οι λαοί την ησυχία τους. Και μαζί μ' όλους αυτούς κι εγώ.
Σημείωση: Οι αναφερόμενοι χαρακτήρες είναι, προφανώς, φανταστικοί. Όποιος θελήσει να τους συνδέσει με υπαρκτά πρόσωπα πλανάται πλάνη οικτρά. Το πολύ-πολύ ν’ αντικρίσει τον εαυτό του στους χαρακτήρες αυτούς και ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2007


ΠΟΘΕΝ ΤΟΥΤΟΙΣ ΤΑΥΤΑ;*
(Κινηματογραφική ταξινόμηση)


Κατά τον Πλάτωνα, η διαλεκτική είναι η «κατ’ εξοχήν» μέθοδος προσπελάσεως εις ένα πρόβλημα, η μεθοδική αντιμετώπισή του (η λέξη στην κυριολεκτική της έννοια), που επιτρέπει την απαλλαγή από την «τυραννία του αισθητού» και να αγγίξει την αληθινή γνώση. Κατά τον Αριστοτέλη, αντιθέτως, η ανωτέρω διαλεκτική δεν δύναται να τύχει γενικής εφαρμογής καθ’ ότι κατατείνει στο να πείθει και όχι στο να αποδείξει. Κατά συνέπεια, ο εξ ορισμού υποκειμενικός χαρακτήρας της κατά Πλάτωνα διαλεκτικής αυτοαναιρείται λόγω της αδυναμίας να επιτύχει αποδείξεις, δηλαδή συμπεράσματα αντικειμενικώς τεκμηριωμένα.
Αυτό συμβαίνει σε τομείς της πραγματικότητας (ή της σκέψης, που προσδοκά να την ερμηνεύσει) οι οποίοι δεν επιδέχονται αποδείξεις. Τέτοιοι είναι η ηθική ή / και η πολιτική. Περαιτέρω, ο 20ος αιώνας γεννήθηκε μάλλον υπό τον αστερισμό των στοχασμών του Λέοντος Τόλστοϊ και του Βίκτωρος Ουγώ (παρένθεση: σημειώνω πως αρκετά ξένα ονόματα έχουν ελληνοποιηθεί, γνωρίζουμε πως ο Νεύτωνας ανακάλυψε τους τούς νόμους της βαρύτητας -ο Νιούτον παραμένει άγνωστος-, πως ένας λαμπτήρας είναι π.χ. 60 Βατ -κι όχι Ουαττ-, πως ο Ναπολέων αναφέρεται ως Βοναπάρτης κι όχι ως Ναπολεόν Μποναπάρτ, κλείνει η παρένθεση) - «καλή η τέχνη για την τέχνη, αλλά ακόμη καλύτερη η τέχνη για την πρόοδο»), παρά υπό το θνησιγενές φως των πυροτεχνημάτων των αισθητιστών, οι οποίοι είδαν τις θεωρίες τους να καταποντίζονται μετονομαζόμενες «παρακμιακές» και να ξεφτίζουν σαν το ουράνιο τόξο του Κιτς.
Η τέχνη του κινηματογράφου, ώριμο τέκνο της «οργής» του προηγούμενου αιώνα δεν είναι διόλου άμοιρη για αυτήν την μεταστροφή. Ο κινηματογράφος, κύριος και, κατά κάποιον μαγικό τρόπο, δέσμιος της εικόνας, παρέσχε εξ αρχής στους θεράποντές του όχι μόνον πρόσφορο πεδίο για να θεμελιώσουν στην συνείδηση του θεατή «την κοινωνική χρησιμότητα» της τέχνης τους, αλλά και όποτε χρειαζόταν, να ξεφεύγουν με ποικίλα τεχνάσματα από τις παντοειδείς λαβυρίνθιες ερεβώδεις σπηλιές.
Ο Γκοντάρ διαλύει όλες τις κινηματογραφικές συμβάσεις και σαρκάζει μέχρι τελικής διαβρώσεως τον κλασικισμό με την πλέον "κλασική" του ταινία, την Περιφρόνηση... Ίσως θελήσετε να σκεφτείτε πως ακριβώς γι' αυτό η εν λόγω ταινία είναι η κατ' εξοχήν "γκονταρική" - ίσως πάλι όχι. Κι ακόμη, ίσως θελήσετε να διαλογιστείτε πάνω στην εξαιρετική φράση του Ανδρέα Εμπειρίκου "τα μυστικά του σινεμά είναι κι αυτά εικόνες", (ίσως και της ποίησης, προσθέτω) και όπως κάθε εικόνα, επιτρέπει στον καθένα μια δική του, καταδική του ερμηνευτική πραγματικότητα.
Αν ο Γκοντάρ είπε ότι στον κινηματογράφο το κατ' εξοχήν ηθικό είναι το πού θα τοποθετήσεις την μηχανή σου (με άλλα λόγια, η "γραμματική" αισθητική της λέξης, ο «χρόνος» του ρήματος, η «πτώσις» του ουσιαστικού κλπ) ο Ντ. Ου. Γκρίφφιθ και ο Σεργκέι Αϊζενστάιν (ναι, εδώ δεν ισχύει η ελληνοποίηση, δεν λέμε Σέργιος) είναι αυτοί, που έθεσαν τον τύπο επί των ήλων της κινηματογραφικής γλώσσας με το κροσ-κάττινγκ και το παράλληλο (διαλεκτικό) μοντάζ αντίστοιχα, προικίζοντας την τότε εν εξελίξει κινηματογραφική αφήγηση με τις άπειρες δυνατότητες ενός ιδιότυπου αλλά παντοδύναμου συντακτικού την εικόνων. Συνελόντι ειπείν, στην ανθρώπινη ζωή δεν υπάρχει παρθενογένεση. Το καινούργιο οικειοποιείται πολλά στοιχεία από το παλιό, τουλάχιστον στις δύο των τριών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο ως Άνθρωπο, στην τέχνη και στην πίστη (το τρίτο είναι ο έρωτας) - τα ιστορικά παραδείγματα αφθονούν.
Συμπτωματικά και οι δύο αυτοί εκπροσωπούν τον λεγόμενο «πολιτικό» κινηματογράφο εν τη γενέσει του. Όμως ο πρώτος θωπεύει δουλικά τους μεγιστάνες της εκκολαπτόμενης παγκόσμιας δύναμης, ενώ ο δεύτερος πασχίζει να αρθρώσει το μήνυμα μιας νέα τάξης, γόνιμα (!) αμήχανος ανάμεσα στις συμπληγάδες του φουτουρισμού και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Αδιάφορο. Πάντως, κινηματογράφος, ως κατ’ εξοχήν «πολιτική» μορφή τέχνης, είχε γεννηθεί. Και βέβαια, ο όρος «πολιτικός» για μένα σημαίνει την ικανότητα δυνητικής μεταστοιχείωσης της κοινωνίας από χρησιμοθηρική σε μιαν οιονεί ανθρωποκεντρική προσέγγιση κι όχι μια απλή ετικέττα που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν.
Κοντολογίς, δεν υπάρχουν είδη κινηματογράφου - έν είδος ότι ουδέν είδος, πλην αυτού της δυνητικής πνευματικής ανάτασης. Τουτέστιν, κάθε φιλμ, όπως κάθε έργο τέχνης, πρέπει να αποτιμάται per se (αυτό καθ’ εαυτό) ανεξάρτητα αν κατά τους μελετητές-καταστιχογράφους, άλλως γνωστούς ως θεωρητικοί ή/και κριτικοί του κινηματογράφου (sic) ανήκει σε κάποιο είδος και σε ποι'ο, αφού κανένα εέργο τέχνης δεν γίνεται να ανήκει οπουδήποτε. Οι σφραγίδες, οι ετικέττες, οι όροι, έχουν ημερομηνία λήξης και μικρό προσδόκιμο ζωής. Κι αν καμιά φορά τα χρησιμοποιούμε, μικρό το κακό. Ως παράδειγμα αναφέρω τα ανά την Υφήλιο Συμπόσια Κινηματογράφου. Ονομάζονται συμπόσια, αλλά δεν πίνει κανείς και δεν υπάρχουν και αυλήτριδες (οι στάρλετ είναι πολλές φορές απλώς «αρτίστες»).
Το έργο τέχνης είναι μια ελεύθερη οντότητα που συλλαμβάνεται στον νου του δημιουργού, τρέφεται με το αίμα του φαντασιακού του και βγαίνει από τα μητρικά σκοτάδια στις φωταψίες του κόσμου, για να χαρακτηριστεί, αφού κριθεί, σε καλό ή κακό έργο (η μόνη έντιμη ταξινόμηση των έργων τέχνης) κι όχι να κριθεί με βάση του αν τα χαρακτηριστικά του χωράνε ή όχι σε προκατασκευασμένα συρταράκια ταξινόμησης.
Και αν ένα έργο κριθεί ως καλό άρα, επαναβλέψιμο, τότε ισχύει και εδώ η περίφημη στιχομυθία με τον Τζώρτζ Μπ. Σω, που ερωτήθηκε αν την Βίβλο την έγραψε το Άγιο Πνεύμα. Κι απάντησε, όλα τα βιβλία, που θέλουμε να ξαναδιαβάσουμε, γράφτηκαν από το Άγιο Πνεύμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταινίες.
Αυτά τα ολίγα. Για την ώρα.


* Και γενομένου σαββάτου ήρξατο εν τη συναγωγή διδάσκειν. Και πολλοί ακούοντες εξεπλήσσοντο λέγοντες, πόθεν τούτω ταύτα; Και τις η σοφία η δοθείσα αυτώ, και δυνάμεις τοιαύται δια των χειρών αυτού γίνονται; (κατά Μάρκον, Στ’, 2)

Σάββατο 7 Ιουλίου 2007

FAME STORY *

- Ο Nο. 11!

- Χαίρετε.

- Πρώτη φορά συμμετέχεις στον διαγωνισμό;

-Πρώτη.

-Πώς αισθάνεσαι;

-Θα περάσω.

-Ο συναγωνισμός είναι σκληρός.

- Το φαντάζομαι.

-Δε σ' το λέμε για να σε τρομάξουμε.

-Δεν με τρομάζετε.

-Είναι πολλοί οι μουσικοί που δήλωσαν συμμετοχή.

-Είναι πολλοί οι μουσικοί - πράγματι.

- Πού σπούδασες;

-Κοντά στον πατέρα μου. Από μικρός.

- Από πότε δηλαδή;

-Από τα τέσσερα...; τα πέντε μου...;

- Θεωρητικά ή πιάνο;

-Πιάνο.

- Ο πατέρας σου...;

-Βιολί. Κυρίως βιολί.

- Ποιές είναι οι φιλοδοξίες σου;

-Να γράφω μουσική...

-Πολλοί γράφουν μουσική.

-... που ν'αρέσει...

-Πολλοί γράφουν μουσική που ν'αρέσει.

-... στο Θεό.

-Α, μάλιστα... Πιστεύεις πως ο Θεός ακούει μουσική;

-Την δική μου την ακούει.

-Πώς είσαι τόσο σίγουρος;

-Γιατί Αυτός τη γράφει.

-Μήπως βλασφημείς;

-Εκφράζω αυτό που αισθάνομαι. Κι αυτό που αισθάνομαι, μου το υπαγορεύει ο Θεός. Ο Θεός δεν βλασφημεί τον εαυτό Του.

-Και τι είναι αυτό που αισθάνεσαι;

- Η αλήθεια.

-Σαν τον Γαλιλαίο.

(γέλια)

-Ο Γαλιλαίος μέτρησε, βρήκε την αλήθεια και την μαρτύρησε. Δεν την αισθάνθηκε.

-Ωστε η μουσική σου μιλάει...

-Η μουσική δεν μιλάει.

-Αλλά...;

-Δεν έχω ρήμα. Η μουσική είναι.

εν είναι ρήμα το είναι;

-Όπως νομίζετε.

-Μετά από μας, αν περάσεις, έχεις κι άλλες δοκιμασίες. Το ξέρεις.

-Ναι. Δε φοβάμαι.

-Αλλά όλα αυτά που λες σαν μικρομέγας...

-Μη μου θυμίζετε τον Βολταίρο.

-... δεν θ' αρέσουν στον Μεγάλο.

-Δεν μπορεί να μην αρέσουν.

-Θες να πεις πως δεν μπορούν να κριθούν με όρους αισθητικής;

-Η αλήθεια δεν κρίνεται.

-Τι θα μας παίξεις στο πιάνο;

-Μια σονάτα σε ντο μείζονα.

- Θύμισέ μας τ' όνομά σου, νεαρέ.

-Βόλφγκανγκ.

-Βολφγκανγκ τι;

-Αμαντέους.


(Δίκην Αντιδώρου, στη Δ.Τ.)

* Περιοδικό Το Δέντρο - Τεύχος 147-148, Φεβρ.-Απρ. 2006 (Να μην ξεχνιώμαστε, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι)




Πέμπτη 5 Ιουλίου 2007


Η Ανατολή

Στις 4 Ιουλίου 1904, ο Σουηδός εθνολόγος και εξερευνητής Σβεν Άντερς Χέντιν, που είχε οργώσει τα υψίπεδα και της ερήμους της Κεντρικής Ασίας ψάχνοντας για την «κυλιόμενη» λίμνη Λοπ Νορ και τα κατάλοιπα των πολιτισμών, που δημιούργησαν την Χρυσή Ορδή, βρήκε σ’ ένα ουζμπέκικο μαγαζί στο Κάσγκαρ ένα περίεργο λυχνάρι και το αγόρασε.

Στις 5 Ιουλίου 1904, ο Σβεν Άντερς Χέντιν ξύπνησε στο δωμάτιό του στην Στοκχόλμη. Το πρώτο πράγμα, που αντίκρισε, ήταν το ζωγραφιστό ταβάνι - και το αναγνώρισε. Είδε ύστερα την τρίφυλλη καρυδένια ντουλάπα, το καλογυαλισμένο γραφείο, το ανοιγμένο λεξικό, την καρέκλα, που είχε αναποδογυριστεί από μιαν απρόβλεπτη αναχώρηση - και τα αναγνώρισε όλα. Μια μαυροντυμένη καστανή γυναίκα με φωτεινά μάτια του χάιδευε το χέρι. Την ρώτησε πόσος καιρός είχε περάσει, αλλά δεν κατάφερε να συγκρατήσει την απάντηση.

«Ώστε λοιπόν, δεν υπάρχει πραγματική Ανατολή…;» τον ρώτησε η γυναίκα.

Ο Σβεν Άντερς Χέντιν γύρισε αργά-αργά το βλέμμα του προς το παράθυρο. Ο ουρανός ήταν μολυβένιος. Έβρεχε ψιλά και ασταμάτητα.

Αναδεύτηκε στο κρεβάτι του. «Υπάρχει», απάντησε κουρασμένα, «Υπάρχει. όμως η μόνη πραγματική ανατολή είναι η φανταστική, η ιδεατή. Και να ξέρεις, μόνον οι αόρατες πόλεις θα σωθούν από τον κατακλυσμό...»

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007


Σκύλα (και Χάρυβδη)
ή
Ίμερος και Κλινοπάλη*

Τον "έκοψε" με το που μπήκε στου "Φιλίππου". Ξεχώριζε σαν διαμάντι ανάμεσα σε ζιργκόν, το κουτάλι της αιωρήθηκε αμήχανα ανάμεσα στην ψαρόσουπα και τα χείλη της, το άφησε τελικά να πέσει. "Τι όμορφος, ελαφροϊσκιωτος και συνεσταλμένος άντρας", σκέφτηκε, "χλωμός και πυρετώδης ως ποιητής ή βαλές, αδέξιος κι ανθρωποφοβικός...". Κρατούσε μια πελώρια σκούρα πράσινη ομπρέλα (την ίδια που, πολύ αργότερα, θα σκέπαζε και τους δυό τους στις αθηναϊκές καταιγίδες) κι οι κινήσεις του ήταν σπασμωδικές σαν μαριονέττα.
"Ο άνδρας μου, ο Π...". Ναι, έμοιαζε με τον πρώην σύζυγο της, το δίχως άλλο και πολύ μάλιστα, αλλά όχι, δεν ήταν ανάμνηση αυτό που ξύπνησε τις αισθήσεις της, ήταν προβολή του μέλλοντος στο παρόν της. Απέστρεψε το βλέμμα της κι άγγιξε το χέρι του συντρόφου της. Τα είδε τα σάπια, υπαναχώρησε σαν μιαν άλλη Πηνελόπη στη ρόκα και τον αργαλειό της, αυτή η εμμονή να "τιμά" το ταίρι της, συνειδητά μονογαμική κι, όμως, τόσο ασταθής, αρεσκόμενη στις εναλλαγές "τιμημένων", οπωσδήποτε, συντρόφων αλλά αλλεπάλληλων, ενίοτε γραμμικά, ο ένας πίσω απ' τον άλλον, και με αέναια πισωγυρίσματα. Ο διάολος, όμως, το 'σπασε το ποδάρι του, ο ξένος την κοίταξε σταθερά, ίσια στα μάτια, σχεδόν ατρόμητα προχώρησε στο μέρος της, στο τραπέζι τους και χαιρέτισε τη κολλητή της! Η βελουδένια αντρική φωνή του έφθασε από τ’ αυτιά της μέχρι τις θηλές της, κατηφόρισε στο αιδοίο της, προχώρησε στον κόλπο, ανέβηκε μέχρι τον μίσχο της μήτρας της και δόνησε τις σάλπιγγες των ωοθηκών της. Μισοπαρέλυσε τη στιγμή των συστάσεων, ταράχτηκε, κι οι δύο έχασαν ελαφρώς το χρώμα τους (αυτός χλωμός, βέβαια, μεγάλη διαφορά δεν έκανε) και μετά τίποτε.
Κάθισε στο διπλανό τραπέζι μαζί μ’ έναν sui generis τύπο, κάτι σαν κίναιδο. "Αδερφή", σχολίασε ο Μ., "καθόλου", απάντησε η κολλητή (τον ζαχάρωνε μάταια κάνα χρόνο τώρα), "πόσων ετών είναι;", ψέλλισε εκείνη, "45, 50;". "΄Οχι, πολύ μεγαλύτερος, μικροδείχνει, γύρω στα 52, χωρισμένος εδώ και έξη χρόνια, πως σου φαίνεται;". Δεν κρατήθηκε, ξεστόμισε τον μοναδικό λόγο που και θα καθησύχαζε σύντροφο και φιλενάδα, και θα όριζε έναν νοητό κύκλο γύρω από τον άγνωστο, τον κύκλο που θα τον περιφρουρούσε μέχρι εκείνη να πάρει τις αποφάσεις της, μέχρι να γίνει δικός της: «Αδερφή», αποφάνθηκε και δάγκωσε τη γλώσσα της.

*

Ξύπνησε στο πλάι του. Μόλις το προηγούμενο βράδυ είχαν ξανασμίξει μετά από έξη μήνες χώρια. Τον κοίταξε. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, το πρόσωπο του ήρεμο, αγγελικό, σχεδόν παιδικό. Το σώμα του εφηβικό, νευρώδες. Ξεκίνησε να τον λατρεύει από την κορφή του κεφαλιού του και προχωρούσε αργά και σταθερά μέχρι τα άκρα του. Ασημοκάστανα, ίσια και πλούσια μαλλιά, ευγενική κατατομή, ψηλό κι ευρύ μέτωπο, καστανά πυκνά και καλογραμμένα φρύδια, τα μάτια κλειστά με τις μακριές βλεφαρίδες να φυλάνε τον ύπνο του, η φινετσάτη μύτη ανασηκωμένη στα φαρδιά ρουθούνια, τα χείλη του, αχ, τα χείλη του, σαρκώδη και ρόδινα, το πάνω λίγο παχύτερο από το κάτω, ο λεπτοκαμωμένος λαιμός του με την ελίτσα αριστερά κάτω απ΄ το μήλο του Αδάμ, οι γραμμωμένοι ώμοι του, τα δυνατά του μπράτσα σαρκωμένα, οι κάπως κοντοί πήχεις του, κατάλοιπο κάποιου κακού γονίδιου ενός όχι και τόσο αρχοντικού προγόνου, τα μακριά και φαρδιά χέρια του. Και μετά, το στέρνο του με τ’ ασημοκάστανο χνούδι, η αισθητή υποψία στομαχιού, η ευωδιαστή ζούγκλα του εφηβαίου του, το αγαλμάτινο, νεανικό φύλο του, οι λαγόνες, οι γυμνασμένοι τετρακέφαλοι, τα ταλαιπωρημένα από το περπάτημα γόνατα, οι σταθερές, γήινες γάμπες του και τα φαρδιά πέλματα με τα κάπως κοντά δάχτυλα, άλλο ακόμα ένα κακό γονίδιο. Μόνον αυτά τα δύο. Έσκυψε να τον οσμιστεί κι εκείνος ξύπνησε. Έτοιμος από καιρό; εδώ κι έξη μήνες; ποιος ξέρει; μπήκε μέσα της και με την ασφυκτική λαβή του γύρω απ' τους ώμους της κόλλησε πάνω της. Ως ένα.

*
Μου 'ρχεται να σου σπάσω το κεφάλι! Ευτυχώς που δεν σ’ έχω μπροστά μου γιατί θα στην άναβα. Α, όχι, σήμερα δεν θα τη σκαπούλαρες τόσο φθηνά, δεν θα προλάβαινες να ξεστομίσεις τα νευρασθενικά σου και να με τσακίσεις, θα σ’ έλιωνα πριν καν αντιληφθείς το "κακό" να πλησιάζει. Θα καθόμασταν, ας πούμε, ωραία και καλά στον καναπέ σου (αυτό τον ίδιο που σου έχω κάψει, μαλακισμένο, αντί να με διεκδικήσεις - κι εκείνο το βράδυ με χρειαζόσουν, έστω λίγο ακόμα -, ψέλλισες "για τον Μ. φεύγεις..." ή κάτι τέτοιο, μαλακισμένο, με τις φοβίες σου κόντεψες να μας πάρεις στο λαιμό σου αλλά σ’ έφτιαξα εγώ, σου γύρισα παριστάνοντας τη βρεγμένη γάτα και το έχαψες και νομίζεις πως θα "περνάς καλά μαζί μου" αλλά ή θα συμμορφωθείς ή δεν τον γλιτώνεις τον εγκλεισμό), ωραία και καλά, λοιπόν, στον παλιοκαναπέ σου, που δίνεις τόση σημασία στα "ωραία πράγματα", εστέτ μη σου γαμήσω, το πιο ωραίο πράγμα στη ζωή σου ολόκληρη είμαι εγώ και ξέρεις τη μαύρη δυστυχία της απουσίας μου, την ξέρεις, δεν την ξέρεις, ρε ζώον; ΄Η, μήπως, νομίζεις πως δεν ξέρω ότι ξέρεις; Αλλά έπρεπε να τα ‘χα απαντήσει εκείνα τα γαμημένα τέσσερα τηλεφωνήματα σου, έπρεπε, για να μάθω τι σκατά θα ‘λεγες, πόσο βαθιά θα ‘σκαβες το λαγούμι για να θάψουμε την αγάπη μας. I spared you, όμως, όπως θα 'λεγε ο μισός δίγλωσσος μωραΐτικος εαυτός μου, σε λυπήθηκα και δεν το σήκωσα το ξερό μου να μας καταδικάσω. Σε φαντάζομαι, όμως, αποφασισμένο να το παίξεις by ear, η πρώτη σου ατάκα θα ήταν "τι κάνεις", ξέρεις ν’ αρχινάς τις καταδίκες μας εσύ, αλλά εγώ είμαι εκείνη που βάζω το damper γιατί, θεομαλακισμένο, δεν ξέρω πως, κατορθώνεις να με πείθεις ότι τα εννοείς όσα λες! Πάει στο διάολο αυτό, μη χάνω χρόνο με λελυμμένα...
Στον καναπέ, λοιπόν, επανέρχομαι θα σου σβούριζα μια σφαλιάρα στο φρεσκοκουρεμένο σβέρκο σου, τον ουρανό-σφοντύλι και τ' άστρα μακαρόνια θα 'βλεπες και η μόνη σου αντίδραση θα ήταν το απορημένο βλέμμα σου. ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ, μην κάνεις τον μαλάκα, την αξίζεις - για να μην πω τη δικαιούσαι - τη γερή σφαλιάρα σου, τι θα κάνω με σένα, ένα παλτουδάκι με το πέλος σου, ένα κολιέ-choker με τα δοντάκια σου, μαγειρίτσα με τα νευρωσικά εντόσθια σου, δαχτυλίδι tiger-eye με το δεξί ματάκι σου και καινούργιο ροζ αιδοίο με τα χειλάκια σου. Κάτι άλλο; Θα σκεφτώ.
Απορημένος, θα'παιρνες εκείνο το ύφος μείγμα αθωότητας κι έκπληξης, λες και δεν την περίμενες από καιρό αυτή την ουρανοκατέβατη - κεραυνός εν αιθρία - σφαλιάρα, και μπροστά σου θ’ ανοίγονταν οι δύο δρόμοι: της "αρετής" και της "κακίας". Σαδομαζόχα μου εσύ, νευρασθενικέ μου, με τι χαρά θα επέλεγες το δρόμο της κακίας, θα το άνοιγες, λοιπόν, το ροδαλό σου στοματάκι και θα την ξέρναγες τη μαλακία. Μεγαλόψυχη εγώ θα σου βάραγα ακόμα μια, δυνατότερη, μπας και συνέλθεις γιατί, αγάπη μου μοναδική και μεγάλη, κορμί, ψυχή και πνεύμα μου κατάλαβε το πια: ΔΕΝ ΤΟΝ ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ ΤΟΝ ΨΥΧΙΚΟ ΠΟΝΟ, ΟΥΤΕ ΕΣΥ ΟΥΤΕ ΕΓΩ. Τον σωματικό, δεν λέω, σκυλιά κι οι δύο... Πριν το βουλώσεις, λοιπόν, και σε σφίξω πνιγηρά στην αγκαλιά μου και σε σκάσω στα φιλιά, σου θυμίζω πως εγώ δεν είμαι η Χ, κυρία που γλιστράει στα σκατά της ανημποριάς σου να εκφραστείς, εγώ είμαι πολύ σκληρό καρύδι και δεν θα φεισθώ, θα σ’ την κεράσω τη σουίτα στο Δαφνί, δωμάτιο με θέα. Θα στη φουντώσω εγώ τη φλόγα του αυτοοικτιρμού σου, αυτόν τον κόμπο στο φάρυγγα σου μπροστά στην ευτυχία θα στον διογκώσω, το νευρωτικό στομαχάκι σου θα το κάνω εγώ τσατάλια αλλά, κυρίως, θα "παίξω" με το βλαμμένο μυαλουδάκι σου, θα το ταλανίσω τόσο πολύ που θ΄ αναγκαστεί να λογικευτεί. Και μετά θα δέχομαι έναντι αδρής αμοιβής ασθενείς "με το πρόβλημα σου" κι, επιτέλους, θα ‘χουμε όσα έσοδα θέλουμε για να κάνουμε ό,τι θέλουμε που, πανάθεμα μας, θα 'θελα να τα δω επιτέλους τι είναι αυτά! ΚΑι πού είσαι, δεν μου βγάζεις από το μυαλό ότι έχω πέσει θύμα μαγγανείας και γητειάς...be brave, though, and try me without your spells!
--
Σημείωση: Οι αναφερόμενοι χαρακτήρες είναι, προφανώς, φανταστικοί. Όποιος θελήσει να τους συνδέσει με υπαρκτά πρόσωπα πλανάται πλάνη οικτρά. Το πολύ-πολύ ν’ αντικρίσει τον εαυτό του στους χαρακτήρες αυτούς και ό,τι αυτό συνεπάγεται.

* Eυγενική παραχώρηση του τίτλου απο την 3 parties a day


Τρίτη 3 Ιουλίου 2007




Ήταν φορά κι έναν καιρό πολύ δύσκολο για τους Έλληνες, ένας στρατιώτης από τα σύνορα Μεσσηνίας και Λακωνίας. Είχε γεννηθεί σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό, που τ’ όνομά του χάθηκε μέσα στους αιώνες. Το λιμάνι του όμως, σχηματισμένο όπως ήταν από πελώριους βράχους, συνεχίζει να υποδέχεται και σήμερα τα καΐκια των περαστικών ψαράδων, αλλά όχι μεγαλύτερα καράβια επειδή μέσα στην βαθυκύανη καρδιά του πρασινίζουν ύφαλοι, που υποδέχονται ροφούς μ’ ένα καμάκι στο πλευρό, σπασμένο, και εννοώ εκείνους τους ανίκητους, τους βαρύθυμους και τους μεγαλοπρεπείς.
Ο στρατιώτης είχε βρεθεί με τους συντρόφους του - όλοι μαζί καμία τρακοσαριά - σ’ ένα πέρασμα ανάμεσα σε δύο βουνά, στη Θεσσαλία. Και δεν θα έμενε ρουθούνι περσικό, αν στο τέλος, λόγω προδοσίας, δεν είχαν περικυκλωθεί. Έτσι λοιπόν σκοτώθηκαν και οι τρακόσοι πολεμώντας στην δροσερή σκιά, που έριχναν μυριάδες σαΐτες του εχθρού από τον ουρανό.
Την νύχτα ο στρατιώτης ανακάλυψε ότι το δόρυ των Περσών δεν είχε κάνει την δουλειά του και τρομοκρατήθηκε. Τόσο, που έμεινε ακίνητος όλη την άλλη μέρα στο πτωματοβριθές πεδίο, τρώγοντας κι όλα τα βέλη του ήλιου από πάνω διότι η δροσερή σκιά της προηγουμένης απουσίαζε.
Την δεύτερη νύχτα δεν άντεξε στην φοβερή οσμή και άρχισε να σέρνεται, για να πηγαίνει σιγά-σιγά. Αλλά σαν να μην έφτανε, που σερνόταν από το τραύμα, σερνόταν κι από τον αβάσταχτο φόβο ότι τώρα θα τέλειωναν τα ψέματα και θ’ ανακάλυπταν το μυστικό του. Και πάει, θα εξανεμιζόταν η τιμή του καθαρόαιμου Λακεδαιμόνιου, που μία ζωή με χίλια βάσανα διέσωζε, διότι ποιος θα πίστευε τώρα, ότι τάχα ήταν σύμπτωση που όλοι οι Σπαρτιάτες έπεσαν στην μάχη δοξασμένοι και μόνον αυτός, ο φημολογούμενος ως εν μέρει Μεσσήνιος, επέζησε. Κι όμως. Δεν τράβηξε το δόρυ από την σάρκα του, ήξερε ότι θα πέθαινε από αιμορραγία κι αυτό δεν το δεχόταν, να πάει έτσι, κατόπιν εορτής. Έκοψε όμως με το ξίφος του το ξύλινο κοντάρι ώστε να μην αναγνωρίζεται ως τραυματίας πολέμου. Γιατί πολύ δρόμο είχε μπροστά του - με την ατσάλινη ακίδα στα πλευρά του.
Ύστερα από πολλές ημέρες και ισάριθμους θανάτους κατάφερε να φτάσει σχεδόν ζωντανός στα δάση του Πηλίου. Ημιπαράφρων όπως ήταν από τις κακουχίες, πίστευε ότι κάποιο γιατρό θα εύρισκε εκεί, όπου σύμφωνα με τον μύθο είχε διδάξει ο Χείρων κάποτε αλλά οι θεραπείες του είχαν διασωθεί μέσω της παράδοσης. Κοντεύοντας να πεθάνει από την πείνα άρχισε να τρέφεται με βαλανίδια. Πάντως το νερό των πηγών ήταν χωνευτικό για να μην πούμε θαυματουργό.
Τέλος η μοναξιά του τον οδήγησε σε ψευδαισθήσεις. Παρουσιάστηκε μπροστά του ένας Κένταυρος ο οποίος άρχισε μάνι - μάνι να επιθέτει όλων των ειδών τα βότανα στο τραύμα του. Την άλλη μέρα ο πόνος είχε φύγει για τα καλά και ο γιατρός πλένοντας τάχα την πληγή έπιασε γερά το ξύλινο κολόβωμα και το τράβηξε. Δυστυχώς όμως η σιδερένια αιχμή έμεινε μέσα - αυτό κατάλαβε ο στρατιώτης, αν και ο παράξενος θεραπευτής του το αποσιώπησε.
Δύο χρόνια αργότερα στην Αθήνα, ψηλαφούσε κάτω από το δέρμα του το πολεμικό του τεκμήριο, πράγμα που του ήταν απαραίτητο διότι δεν ήταν δυνατόν να πιστέψει ότι όλα εκείνα, τα φοβερά, είχαν πράγματι συμβεί σ’ αυτόν και τώρα όχι μόνον ζούσε αλλά και τα κουβάλαγε με το σίδερο του δόρατος στο ίδιο του το σώμα, πράγμα που τον απήλλασε απ’ το να κουβαλάει στην μνήμη του, η οποία ενίοτε πονάει περισσότερο από τα σωματικά νοσήματα…
Πέρασαν κι άλλα χρόνια. Η δόξα των Μηδικών Πολέμων έφερε στην Αθήνα ευημερία και στον στρατιώτη την μεγαλύτερη του αδελφή, που ήταν μια γυναίκα εξαιρετικά όμορφη. Ζούσαν μαζί έξω από την πόλη, στον Κολωνό, κι αυτός την λάτρευε αλλά και την επέκρινε μερικές φορές, διότι ήταν άνθρωπος με το θάρρος της γνώμης του. Κάποτε την αποκάλεσε “φυγόπονη”. Εκείνη παρατηρώντας ήρεμα το χέρι του, είπε ότι ήταν καιρός πια να επισκεφθεί έναν καλό γιατρό για να του αφαιρέσει επιτέλους αυτό το γαμημένο σίδερο από τα πλευρά του, επειδή ο πόνος είναι είδος ακατάλληλο για κομπολόι.
Εν τω μεταξύ ένας από τους θαυμαστές της αδελφής του είχε αποδειχθεί τρελά ερωτευμένος μαζί της. Ο στρατιώτης είχε εξ αρχής συμπαθήσει τον Θερμεσίλαο, αυτόν τον γέρο-ποιητή από την Μαγνησία, που δε νοιαζόταν καθόλου μήπως το πάθος του τον παρασύρει και γελοιοποιηθεί.
Σ’ αυτόν λοιπόν κατέφυγε μετά το τελευταίο επεισόδιο. Και του εκμυστηρεύτηκε κάτι, που ποτέ πριν δεν είχε εμπιστευθεί σε κανέναν απολύτως. Του μίλησε για τον Αναξίμανδρο. Αυτό ήταν το όνομα του μετάλλου, που είχε στα πλευρά του και όπως εξήγησε στον ποιητή, δεν ήταν κάποιο ψευδώνυμο, που ο ίδιος είχε επινοήσει. Μία νύχτα, που η αδελφή του έλειπε με φίλους της, άκουσε τον Ίωνα φιλόσοφο να του μιλάει - και πρώτα να αυτοπαρουσιάζεται δια μέσου μίας οδού, η οποία περιγράφτηκε αργότερα από τον Εμπεδοκλή ως μεταστοιχείωσις των μετάλλων. Ο Αναξίμανδρος, ο οποίος υποστήριζε την αντίθεση ως πηγή όλων των κινήσεων εις το σύμπαν, του εξήγησε ότι η μεταστοιχείωσις ήταν μία επικίνδυνη γνώση. Θα μπορούσε να παρασύρει τους αφελείς και άπληστους ανθρώπους στον εύκολο πλουτισμό δια της γνωστής παρεξήγησης της μεταστοιχειώσεως του σιδήρου εις χρυσόν. Οπότε καλόν είναι να περιοριστούμε εις τον Δημόκριτο, του οποίου η θεωρία θέτει την έννοια του μη περαιτέρω δια της λέξης ά-τομον. Με άλλα λόγια, ως εδώ και μη παρέκει. Δεν υπάρχει αντίθεση μεταξύ σιδήρου και χρυσού, αλλά καλά να πάθει ο Εμπεδοκλής διότι αρέσκεται να το παίζει και μάγος. Η αληθής αντίθεσις είναι μεταξύ σιδήρου και ανθρώπου. Όθεν, η μεταστοιχείωσις του σιδήρου δεν μπορεί παρά να διανοίξει την οδόν ελεύσεως του ανθρώπου.
Έτσι λοιπόν άρχισε ο στρατιώτης τις εκμυστηρεύσεις του για την έλευση του Αναξίμανδρου. Εννοείται ότι κάθε λίγο το χέρι του πήγαινε και ψηλαφούσε το τεκμήριο στα πλευρά του, πράγμα, που τον πονούσε τόσο όσο έπρεπε για να τιμωρηθεί, αφού συνεχιζόταν πάντοτε και μία μικρή αμφιβολία μέσα του γύρω από το περίφημο ζήτημα της μεταστοιχειώσεως. Αλλά ο Θερμεσίλαος, ο γέρο-ποιητής από την Μαγνησία, τον άκουγε προσεχτικά και χωρίς ίχνος δυσπιστίας στην όψη του. Η μόνη στιγμή, που μία όχι δυσερμήνευτη σύσπαση πρόδωσε το πρόσωπό του, ήταν όταν ο στρατιώτης, που συνέχιζε να εκθέτει τις διαλογικές του περιπέτειες με τον Αναξίμανδρο, ανέφερε την σύμπτωση της συχνότητας εμφανίσεων του φιλόσοφου με την συχνότητα βραδινών εξόδων της ωραίας αδελφής.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ο γέρο-Θερμεσίλαος ο Μάγνης δείχνοντας τα άδεια ποτήρια είπε: “ Μας τέλειωσε το κρασί. Έρχεται τώρα αυτό το ανεπαίσθητα χρυσό στα χείλη της αυγής να διαδεχθεί το κόκκινο. Σκέπτομαι μερικές φορές ότι το χρώμα της μελαγχολίας είναι το χρυσό. Ώστε αν αληθεύει η μεταστοιχείωσις εδώ, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μία γνήσια αντίθεση ανάμεσα στην αφήγηση και στην λύπη”. Ο στρατιώτης που δεν ήταν καθόλου απερίσκεπτος απάντησε: “ Μπορούμε όμως ένα άλλο βράδυ να γεμίσουμε τα ποτήρια μας μ’ ένα εξαίσιο κόκκινο που μου έφεραν από την Μεγάλη Ελλάδα και τώρα ξέρω ότι το φυλάω για σένα”.
Μέσα στον επόμενο μήνα συναντήθηκαν άλλες δύο νύχτες αν και το κρασί της Σικελίας επαρκούσε για τρεις. Την πρώτη, ύστερα από ευγενικές προτροπές του στρατιώτη, ο Μάγνης αφηγήθηκε την ζωή του. Όταν μιλούσε για την απόσυρσή του στα δάση του Πηλίου, πριν από τους Μηδικούς Πολέμους, ανέφερε ότι είχε αποκτήσει τότε το προσωνύμιο “Κένταυρος” επειδή έγραφε μόνον έφιππος τα τραγούδια του - αν αφίππευε, έχανε την έμπνευση. Τότε ακριβώς ο στρατιώτης αποφάσισε να του εμπιστευθεί και το τελευταίο του μυστικό.
Στην επόμενη συνάντησή τους, που απεδείχθη και η τελευταία, ο γέρο-ποιητής έχασε την αυτοκυριαρχία του, προφασίστηκε ότι τον πείραξε το κρασί και βγήκε στον κήπο. Ο στρατιώτης τον είδε από το παράθυρο να σκύβει πάνω στο πηγάδι και να ρίχνει μέσα την χρυσή αλυσίδα, που φορούσε στον λαιμό του. Τον ρώτησε αργότερα τι ήταν αυτό το παράξενο αντικείμενο που κρεμόταν από την αλυσίδα. Ο Θερμεσίλαος ο Μάγνης του απάντησε ότι ήταν η κεφαλή του αγαπημένου του φιλοσόφου, του Αναξίμανδρου.

Των εκασταχού και απανταχού ανέκαθεν Μακεδονομάχων

Σημείωση: Οι αναφερόμενοι χαρακτήρες είναι, προφανώς, φανταστικοί. Όποιος θελήσει να τους συνδέσει με υπαρκτά πρόσωπα πλανάται πλάνη οικτρά. Το πολύ-πολύ ν’ αντικρίσει τον εαυτό του στους χαρακτήρες αυτούς και ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2007

ΘΥΜΟΣ Ή ΟΡΓΗ;

Βγαίνω από τον λαβύρινθο. Ξυπνώ, πεινώ, διψώ. Ακόμη κι η Νιόβη ζήτησε να φάει και να πιει την άλλη μέρα, βουτηγμένη στο πένθος. Αν πρέπει να πάω, τουλάχιστον ας πάω υγιής. Πρέπει να μάθω να ζω διαφορετικά από πριν.. Από το μηδέν. Πρέπει να το θυμάμαι.
Ο θυμός ήλθε αμέσως μετά.
Θέλω να γεμίσω τη θάλασσα με ξεραμένη χολή, να διεισδύσω στα πέτρινα μπατζάκια της οργής, να χιλιάσω τα θύματα της νευραλγίας που συχνάζουν στο καταγώγι της απιστίας. Κλαίω, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορώ να κατανοήσω το δάκρυ και από που πηγάζει. Υστερία, είναι το χαμόγελο αυτό που καταπίνει αρειμανίως τα δάκρυά μου. Ματώνω και ματώνω και πικρίζω τα μπετονένια κουτιά με τον ιδρώτα απο τις μασχάλες μου και τα αυτιά μου, σε σημείο που δεν θα μπορέσει ποτέ, ούτε ένας από αυτούς που το επιθυμούν, να ψοφήσει μια μέρα μέσα τους. Θα προσπαθήσω να τα βγάλω όλα έξω σε κοινή θέα, γιατί δεν είμαι ούτε ο Ιησούς, ούτε ο Αδόλφος, αλλά κάποιος που μαθαίνει να πιάνεται από το ψυχικό του μόριο τώρα και διασχίζει και διαπερνά δεσμούς, δομές, αγωγούς και ηχομονώσεις.
Με προστάζει ο προσωπικός μου δαίμονας να εξιχνιάσω την υπαρξιακή μου αγωνία, προβάλλοντάς τη στο πληθωρικό στήθος της ξανθιάς, στους υποψήφιους μνηστήρες της, στις δυστυχισμένες μανάδες τους, στις πλεγμένες από τις ίδιες κουρτίνες του δωματίου όπου αφήνουν να καλπάζει φρενιασμένη η οσφυαλγία τους, στους ξεκληρισμένους που τα πίνουν στο καφενείο περηφανευόμενοι για τον κυρτό ανδρισμό τους και δεσμευμένοι στο αιώνιο παιχνίδι της κατάστικτης στιχουργίας που βουλιάζει τις κόρες, στο ψάθινο καπέλο του γέρου που σκεδάζει τις φωτεινές ρομφαίες απ΄ τις ηλεκτρικές θερμοκοιτίδες και στεγνώνει ένα ποτηράκι γεμάτο πόνο αποσταγμένο σε ρακί, στην οικογενειακή του δεντροστοιχία που ξεριζώθηκε από τη βιομηχανία για χάρη της τεχνολογίας, στο όνομα της παγκοσμιοποίησης, κάτω από το ηλιόφιλο γυαλί του θανάτου, πίσω από το προπέτασμα καπνού που άφησε πίσω του ο ίδιος στα λαγωνικά που τον καταδιώκουν ακόμα μνήμες, μνήμες, μνήμες, είστε σκληρές σαν γκουβερνάντες και βασανιστές. Θαυμάζω τα ξέφτια και τα ρετάλια όλου του κόσμου, γιατί αυτοί είναι η αλήθεια. Είναι η αλήθεια, πως αυτοί είναι μια στυγνή δολοφονία με κανένα κίνητρο και με την πιο γεμάτη φιλαυτία τύψη. Στην υγειά τους αποσυνδέω τη δική μου!
Εχθές μέθυσα, όπως δεν έχω μεθύσει ποτέ. Αρχικά ήμουν ο εαυτός μου (μετά τις μπύρες). Κατά δεύτερο στάδιο, ήμουν ένα καθαρόαιμο που καίει αλκοόλ και τραβάει όλα τα βλέμματα πάνω του (μετά τις μαυροδάφνες και τα ουίσκι). Τέλος, ήμουν ένα σκουπίδι που το τσαλάκωσε το οινόπνευμα (μετά τον δεύτερο γύρο μπύρες) και το πέταξε στον δρόμο. Έκλαψα και κοπάνησα με το δεξί μου τα πάντα. Έπεσα κι έσκισα το τζιν μου. Αρκετά με το ποτό. Διώχνω τους ανθρώπους μακριά. Όχι τίποτε άλλο, μα νομίζω πως δεν αντέχουν την ανάσα μου. Στην χειρότερη, θα το μειώσω. Το πήρα απόφαση λοιπόν! Τελείωσε! Από αύριο θα το κόψω! Από αύριο κιόλας! Απόψε όμως θα γιορτάσω την απόφασή μου! Απόψε θέλω ακόμα και τα κουνούπια που μου πίνουν το αίμα να γίνουν λιώμα...

Σημείωση : Οι αναφερόμενοι χαρακτήρες είναι, προφανώς, φανταστικοί. Όποιος θελήσει να τους συνδέσει με υπαρκτά πρόσωπα πλανάται πλάνη οικτρά. Το πολύ-πολύ ν’ αντικρίσει τον εαυτό του στους χαρακτήρες αυτούς και ό,τι αυτό συνεπάγεται.